- φωτοχαρακτική
- ημέθοδος για τη χάραξη, με διαβρωτικά μέσα, του φωτογραφικού αντιτύπου που αποτυπώθηκε σε μεταλλική πλάκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτογκραβύρ — και φωτογκραβούρ, η, Ν άκλ. η φωτοχαρακτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. photogravure < photo (< φωτ[ο] *) + gravure «χαρακτική, χαλκογραφία, λιθογραφία»] … Dictionary of Greek
φωτομηχανικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που συνδυάζει ιδιότητες αναφερόμενες στο φως και στη μηχανική («φωτομηχανική διεργασία») 2. φρ. «φωτομηχανική αναπαραγωγή» (τυπογρ.) το σύνολο τών μεθόδων και διεργασιών τυπογραφικής αναπαραγωγής κατά τις οποίες χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
φωτοχαρακτικός — ή, ό, Ν (κυρίως το θηλ. ως ουσ.) η φωτοχαρακτική (γραφ. τεχν.) περιληπτική ονομασία μεθόδων παραγωγής εκτυπωτικών πλακών με φωτογραφικά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + χαρακτικός. Το επίθ. φωτοχαρακτικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek